Η συνεχής αύξηση του πληθυσμού παγκοσμίως σε συνδυασμό με την έντονη οικονομική ανάπτυξη και την τάση για αύξηση της παραγωγικότητας των γεωργικών και βιομηχανικών δραστηριοτήτων, εντείνουν τη ζήτηση γλυκού νερού κατάλληλης ποιότητας και ποσότητας για κάθε χρήση. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μειώνονται τα επίγεια αποθέματα γλυκού νερού και συχνά να τίθεται σε κίνδυνο η βιωσιμότητα του υδατικού οικοσυστήματος. Έτσι, πλέον σήμερα το γλυκό νερό αντιμετωπίζεται ως φυσικός πόρος σε ανεπάρκεια και είναι επιτακτική η ανάγκη ορθολογικής διαχείρισής του. Στα πλαίσια της ορθολογικής διαχείρισης υδατικών πόρων είναι απαραίτητος ο υπολογισμός του καθολικού σφετερισμού αυτών από τον άνθρωπο. Αυτό ακριβώς επιδιώκεται μέσα από το Υδατικό Αποτύπωμα. Το Υδατικό Αποτύπωμα (Water Footprint) είναι ένας εναλλακτικός δείκτης κατανάλωσης γλυκού νερού, που εισήχθη στην επιστημονική κοινότητα το 2002 από τον Ολλανδό επιστήμονα A.Y.Hoekstra. Μπορεί να υπολογιστεί για οποιοδήποτε αγαθό, υπηρεσία και ισούται με τον όγκο γλυκού νερού σε m3 που καταναλώθηκε ετησίως για την παραγωγή του συγκεκριμένου αγαθού ή υπηρεσίας. Το ΥΑ μπορεί να αναφέρεται σε ένα άτομο, μία κοινωνική ομάδα, ένα κράτος καθώς και σε μία επιχείρηση ή οργανισμό. Η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα εθνικά ΥΑ παγκοσμίως (2389 m3/κατ/year) με τον αγροτικό τομέα να συντελεί περισσότερο από κάθε άλλον στη διαμόρφωσή του. Γι αυτό, στην παρούσα διπλωματική εργασία εξετάζεται η δυνατότητα του δείκτη του ΥΑ να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο για την ανάπτυξη αποδοτικότερων αρδευτικών και γεωργικών πρακτικών από πλευράς διαχείρισης υδατικών πόρων, έτσι ώστε να αποφευχθεί η κατασπατάληση νερού στις συγκεκριμένες χρήσεις. Περιοχή μελέτης αποτελεί η πεδιάδα Μεσσαρά, που βρίσκεται νοτιοδυτικά στο νομό Ηρακλείου Κρήτης. Η συγκεκριμένη περιοχή επιλέχθηκε αφενός διότι αποτελεί μία από τις κυριότερες γεωργικές περιοχές της Ελλάδας (με κύρια καλλιέργεια την ελιά) και αφετέρου διότι αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα ως προς την κάλυψη των αρδευτικών αναγκών των καλλιεργειών της. Για την επίλυση του προβλήματος αυτού έχει προταθεί λύση, η οποία συνεπάγεται την αναδιάρθρωση της καλλιεργούμενης έκτασης, του αρδευτικού συστήματος και των καλλιεργούμενων ειδών. Στα πλαίσια της διπλωματικής αυτής εργασίας υπολογίστηκαν τα ΥΑ των καλλιεργειών στην υφιστάμενη-προβληματική και στην προτεινόμενη κατάσταση. Ακολούθησε η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων και η σύγκριση των δύο αυτών καταστάσεων από πλευράς διαχείρισης υδατικών πόρων. Στη συνέχεια υπολογίστηκαν τα ΥΑ τεσσάρων εναλλακτικών σεναρίων, που θα μπορούσαν να αποτελούν πιθανές λύσεις του αρδευτικού προβλήματος της περιοχής, και συγκρίθηκαν με τα ΥΑ της υφιστάμενης και της προτεινόμενης κατάστασης. Από τη σύγκριση αυτή προέκυψαν χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με τους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν το ΥΑ, αλλά και σχετικά με τις πληροφορίες που αυτό μπορεί να παρέχει. Παρόλο που η έννοια του ΥΑ είναι αρκετά πρόσφατη και χρήζει βελτιώσεων από άποψη μεθοδολογίας και εφαρμογής, μπορεί να δώσει ιδιαίτερα χρήσιμες πληροφορίες όσον αφορά την κατανομή της κάθε υδατικής χρήσης και την πιθανή ρύπανση των υδατικών σωμάτων. Διαπιστώθηκε, λοιπόν, μέσα από τη συγκεκριμένη ανάλυση ότι το ΥΑ μπορεί σε συνδυασμό με περιβαλλοντικά, οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια να συμβάλει ώστε να προκύψει το βέλτιστο σενάριο για μία αποδοτικότερη γεωργική πολιτική από πλευράς χρήσης και ρύπανσης των υδατικών πόρων.