Οι μαθησιακές δυσκολίες αποτελούν, πλέον, φαινόμενο της σύγχρονης εποχής στο χώρο της μάθησης της γλώσσας σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο. Η Δυσλεξία ως ένα είδος μαθησιακών δυσκολιών, βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών και έχει γίνει αντικείμενο μελέτης από πλήθος μελετητών και ερευνητών, όσον αφορά στους τομείς της διάγνωσης και παρέμβασης. Ωστόσο, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται (Στασινός, Δ., 1999), η πρώιμη ανίχνευση και διάγνωση της δυσλεξίας αποτελεί πρόκληση για τους νέους μελετητές, κυρίως, όταν ο στόχος μελέτης δεν είναι απλώς η όσο το δυνατόν πρωιμότερη διάγνωση, αλλά η εφαρμογή έγκαιρων και αποτελεσματικών μορφών παρέμβασης και επανεκπαίδευσης των παιδιών με ενδείξεις ή συμπτώματα δυσλεξικής συμπεριφοράς. Ο στόχος αυτός προσδιόρισε και κατηύθυνε τη μορφή και το είδος της επιστημονικής προσέγγισης της δυσλεξίας στην παρούσα ερευνητική προσπάθεια, προκειμένου να διαμορφωθούν κατάλληλες συνθήκες συγκρότησης αποτελεσματικών μορφών παρέμβασης. Η έρευνα ξεκίνησε το 1994 υπό την επίβλεψη του Αν. Καθηγητή του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών του Παν/μίου Ιωαννίνων, κ. Λ. Σταύρου. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου σε όλους όσους συνέβαλαν στο σχεδιασμό και την ολοκλήρωση της παρούσας εργασίας.
Ιδιαίτερη είναι η αναφορά και οι ευχαριστίες μου προς το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών Ελλάδας, το οποίο, με τη χορήγηση υποτροφίας, συνετέλεσε, ουσιαστικά, στη διεξαγωγή της παρούσας εργασίας. Κύριος εκφραστής και συντελεστής της εργασίας αυτής είναι ο καθηγητής και επιβλέπων της εργασίας μου, κ. Λάμπρος Σταύρου, τον οποίο ευχαριστώ θερμά για την αμέριστη και συνεχή συμπαράσταση του σε όλα τα στάδια σχεδιασμού και εφαρμογής της έρευνας. Κυρίως, όμως, τον ευχαριστώ για την επιστημονική καθοδήγηση και τις καινοτόμες προτάσεις και ερμηνευτικές του προσεγγίσεις, παραμέτρους ιδιαίτερα σημαντικές,